- νικοῦσαν
- νῑκοῦσαν , νικάωconquerpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… … Dictionary of Greek
Κάδμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής της πόλης των Θηβών. Υπήρξε τυπικό παράδειγμα πνευματικού ήρωα στον οποίο αποδίδονταν, εκτός από τους θεσμούς των Θηβών, εφευρέσεις πανανθρώπινης σημασίας, όπως η γραφή και η μεταλλουργία. Ο μύθος του K … Dictionary of Greek